- θυμάντρια
- θῡμ-άντρια, ἡ, dub. sens., φασγάνων θ. PMag.Par.1.2267.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυμάντρια — θυμάντρια, ἡ (Α) [θυμαίνω] πάπ. (αμφ. σημ.) αυτή που ερεθίζει, αυτή που εξοργίζει … Dictionary of Greek